- φινέστρα
- η, Ντο φινιστρίνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finestra «παράθυρο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φινέστρα — η βλ. φιλιστρίνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλιστρίνι — φιλιστρίνι, το και φινέστρα, η και φινεστρίνι, το και φινιστρίνι, το (λ. ιταλ.), κυκλικό ή ημικυκλικό παραθυράκι αερισμού και φωτισμού στις καμπίνες των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)